Η γενιά των παπαγάλων
«Αν το σχολείο προσφέρει φως, τότε ζήτω το σκοτάδι»
(Μαθητικό σλόγκαν)
Ένα νεανικό τραγούδι έχει τίτλο «(Πες μου γιατί) Δε μου αρέσουν οι Δευτέρες». Αναφέρεται σ’ ένα σπαρακτικό περιστατικό που σημάδεψε τη ζωή ενός σχολείου: μια δεξαεξάχρονη μαθήτρια σκότωσε τον καθηγητή της. Ο πατέρας της κοπέλας δε μπορεί να καταλάβει τι και γιατί έγινε, μια και το παιδί του ήταν πάντα καλό στα μαθήματα. Δε μπορεί να βρει τους λόγους. Ούτε και χρειάζεται να τους βρει, γιατί πάλι δε θα καταλάβει. Απλώς τα «τσιπς» από σιλικόνη στο μυαλό του παιδιού υπερφορτώθηκαν. Το μυαλό των σημερινών παιδιών – λέει το τραγούδι – είναι φτιαγμένο από «τσιπς» σιλικόνης για την καλύτερη τοποθέτηση πληροφοριών σε μικρότερο μέρος: για την καλύτερη τοποθέτηση – απομνημόνευση. Οι αποθηκευμένες γνώσεις στοιβάζονται, πιστώνονται, αλλά κάποτε ρηγνύουν τα εγκεφαλικά φράγματα και τρελλαίνουν. Η δεκαεξάχρονη μαθήτρια του τραγουδιού τρελλάθηκε, επειδή ήταν «καλή» μαθήτρια (άρα είχε πολλές γνώσεις) και σκότωσε αυτόν που, κατά τη γνώμη της, «βίασε» το μυαλό της. Έχουμε δηλαδή ένα έγκλημα που το ελατήριό του είναι μία ιδιότυπη περίπτωση«διανοητικού βιασμού».
Να γιατί δεν αρέσουν στα παιδιά μας οι Δευτέρες. Να γιατί ονομάζουν την πρώτη μέρα της σχολικής εβδομάδας «Μαύρη Δευτέρα». Φοβούνται πως κάθε Δευτέρα αρχίζει μία διαδικασία μετατροπής του μυαλού τους σε «τσιπ» από σιλικόνη. Πολλά παιδιά ονομάζουν τη φοίτηση στο σχολείο «ώρες επτάωρης κράτησης» και άλλα «ώρες αποβλάκωσης». Θεωρούν το σχολείο εκτροφείο «ευφυών ηλιθίων». Κι έχουν ως ένα μεγάλο βαθμό δίκιο. Οι «διδακτικές» ώρες είναι ώρες αποβλάκωσης κι όχι μελέτης ή στοχασμού. Είναι χαρακτηριστικό πως η επιτυχία στις Γενικές Εξετάσεις (το υπέρτατο «εκπαιδευτικό» μας ιδανικό!) βασίζεται στο αν οι μαθητές, πιεζόμενοι από τους καθηγητές, θα κατορθώσουν να στοιβάξουν 800 σελίδες ορισμών και αποδείξεων στο μυαλό τους κι επιπλέον στο αν θα μάθουν να λύνουν μηχανικά εκατοντάδες ασκήσεις, αν θα μπορούν να ξεχωρίσουν τα μιτοχόνδρια από τα στοιχεία του Golgi στη βιολογία, όχι όμως και το ωραίο από το άσχημο, όχι την ανθρωπιά από την απανθρωπιά.
Ο θυρεός του καλού μαθητή σήμερα είναι ο παπαγάλος. Όταν κάποιος τολμηρός καθηγητής τολμήσει ν’ ανοίξει διάλογο για το μάθημα μέσα στην τάξη, για να διαπιστώσει τις κριτικές ικανότητες των παιδιών, τηρείται ενός λεπτού σιγή προς τιμήν του παπαγάλου που αναφέραμε. Αλλά το ένα λεπτό διαρκεί περισσότερο από ένα λεπτό, γιατί το σύστημα της εγκαθιδρυμένης ανομολογήτως παπαγαλίας δεν επιτρέπει στα παιδιά να σκεφθούν κάτι, κι αν σκεφθούν κάτι, δε μπορούν να το εκφράσουν. Γιατί δεν έμαθαν να εκφράζονται με δικά τους λόγια. Εκφράζονται με ξένα ή παράξενα λόγια. Τα ξερά λόγια ενός κατά κανόνα κακογραμμένου βιβλίου.
Ένας μεγάλος ευεργέτης της ψυχής των παιδιών, ο Κάρολος Ντίκενς, έδειχνε ήδη εδώ και ενάμισι αιώνα, στο αριστούργημά του «Δύσκολα Χρόνια», πως η ουσία του ανθρώπου, το καρποφόρο παλλόμενο συναίσθημα, ισοπεδώνεται από τον οδοστρωτήρα του διδακτικού μονολιθισμού μέσα στις σχολικές αίθουσες. Η δημιουργική φαντασία, αυτή η ανώτατη πνευματική ιδιότητα του ανθρώπου – χάρη στην οποία οφείλονται τα μεγάλα έργα τέχνης και οι νέες εφευρέσεις που αλλάζουν τον κόσμο – , στειρώνεται μεθοδικά. Στη θέση της μπαίνουν από τον απρόσωπο εκπαιδευτικό μηχανισμό ασυνάρτητοι όγκοι γνώσεων μηχανικά σερβιρισμένων. Σήμερα έχουμε πολύ περισσότερο προχωρήσει από την κατάσταση αυτή. Η μηχανοποίηση του μυαλού έχει βελτιωθεί πολύ. Το σχολείο έχει μεταβληθεί σε τεράστιο εργοτάξιο κατασκευής ανθρώπινων εργαλείων. Οι καθηγητές, που κανονικά θα έπρεπε να είναι «ποιητές ψυχών», περιμένουν σε σειρά στον ατέρμονο ιμάντα, για να εμφυτεύσουν, ο καθένας με τη δική του σειρά, τις δικές του ξερές ανομοιογενείς γνώσεις στα παιδιά που περνούν από μπροστα τους. Το βιομηχανικό εργασιακό «σύστημα – αλυσίδα» έχει μεταφερθεί και στην παιδεία. Κάθε καθηγητής τοποθετεί ή στρίβει τη δική του βίδα στο μυαλό κάθε παιδιού.
Οι εγκέφαλοι των μαθητών φουσκώνουν και παραφουσκώνουν με γνώσεις ατέλειωτες, ώσπου έρχεται κάποια στιγμή που τα «τσιπς» από σιλικόνη στο μυαλό τους εκρήγνυνται και οι ίδιοι οι μαθητές τρελλαίνονται, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα σκυλιά ράτσας «ντόπερμαν», που, όταν μεγαλώσει υπερβολικά ο εγκέφαλός τους, τρελλαίνονται και κατασπαράζουν τον εκπαιδευτή τους. Αυτό συνέβη και με τη δεκαεξάχρονη μαθήτρια που σκότωσε τον καθηγητή της. Το μυαλό της είχε υπερφορτωθεί, είχε πρηστεί και είχε γίνει σαν ένα τεράστιο παραφουσκωμένο μπαλόνι από τις άπειρες και ανάπηρες γνώσεις με τις οποίες της το είχαν γεμίσει τα βιβλία και οι καθηγητές. Σκότωσε τον καθηγητή της γιατί, ζώντας με παραισθήσεις, σχημάτισε – κι όχι άδικα – την αντίληψη πως ο καθηγητής βίασε το μυαλό της. Κι ο πατέρας δε μπορούσε να καταλάβει γιατί η κόρη του, μια τόσο καλή μαθήτρια, το έκανε αυτό. Μα αυτή ήταν που είχε λόγους να το κάνει. Γιατί αυτή ήταν το πρόσωπο που έπρεπε πάντα να μαθαίνει το μάθημά της «νεράκι» και να πηγαίνει στο σχολείο να το παπαγαλίζει κι ας μην καταλάβαινε τίποτα απ’ όσα έλεγε. Αυτή ήταν το «πειραματόζωο» ενός εξοφρενικού παιδευτικού συστήματος, ένα άβουλο πλάσμα που τρελλάθηκε γιατί κάποιοι παραβίασαν τα όρια αντοχής του μυαλού της. Τα «σύρματα» του εγκεφάλου υπερθερμάνθηκαν και κάηκαν, η σιλικόνη διεστάλη υπερβολικά και, όπως το ασανσέρ στο ομώνυμο θρίλερ άρχισε να σκοτώνει όσους το παραβίαζαν, έτσι και η δεκαεξάχρονη μαθήτρια σκότωσε αυτόν που παραβίασε το μυαλό της.
Τα ελληνόπουλα βέβαια δεν αντιδρούν – προς το παρόν – όπως αυτή η κοπέλα. Αντιδρούν όμως δέρνοντας τους εκπαιδευτές τους (πρόσφατη η διαβόητη απεργία των καθηγητών) και κυρίως καίγοντας τα βιβλία τους στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Αυτή η ενέργεια δείχνει το μίσος και την αποστροφή τους προς ένα σύστημα που κάνει τον καθηγητή να τους χώνει την έτοιμη γνώση του εγκεκριμένου εγχειριδίου σαν εγχειρίδιο στο μυαλό τους. Το τέλος της σχολικής χρονιάς σημαίνει γι’ αυτούς το τέλος του πνευματικού καταναγκασμού, του πνευματικού μαρτυρίου. Το βιβλίο γίνεται το εξιλαστήριο θύμα της απροσδιόνυσης παιδείας μας, που έχει καταφέρει να στρέψει τους περισσότερους μαθητές ενάντια στα ωραιότερα επιτεύγματα της ανθρώπινης νόησης κι ευαισθησίας, ενάντια στα μαθηματικά, στη φυσική και στη φιλοσοφία, ενάντια στη λογοτεχνία και στην ίδια τους τη γλώσσα. Καίγοντας τα βιβλία, «μουντζουρώνοντας» τους τοίχους των τάξεων, των αποδυτηρίων και των αφοδευτηρίων, αντιδρούν σ’ ένα σύστημα που τους αντιμετωπίζει σα γλάστρες και προσπαθεί να τους φυτεύσει κάθε είδους γνώση, που νοθεύει την ευαισθησία τους, μαραίνει τη φαντασία τους και συνταξιοδοτεί τις κριτικές τους ικανότητες.
Οι καθηγητές στους οποίους έχουμε εμπιστευθεί τα παιδιά μας χωρίζονται σε πολλές κατηγορίες. Μία από αυτές περιλαμβάνει καθηγητές που κατά την ώρα του μαθήματος θυμούνται τα παιδικά τους χρόνια, και μια άλλη εκείνους που, προσπαθώντας φιλότιμα να βοηθήσουν τα παιδιά, τα καταπιέζουν. Οι καθηγητές που θυμούνται τα άσχημα παιδικά χρόνια τους είναι επικίνδυνοι. Προσπαθούν με κάθε τρόπο να βασανίσουν τα παιδιά, όπως βασανίζονταν αυτοί όταν ήταν μαθητές. Το παρόν σύστημα τους υποχρεώνει να βγάλουν σ’ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα μια ορισμένη ύλη. Πράττουν το καθήκον τους απαιτώντας απλή αποστήθιση. Καμμιά άλλη παρέμβαση που να πλουτίζει μ’ ευαισθησία τη νεανική ψυχή. Μόνο κάποιες – δυστυχώς όχι σπάνιες – αναφορές σε «προοδευτικά» και «απελευθερωμένα» θέματα. Έτσι, το μυαλό των μαθητών υπερφορτώνεται όχι μόνο από τύπους, χρονολογίες, ονόματα, ασυνάρτητες ή ακατάληπτες φράσεις αλλά και από αισχρές σκέψεις, από τις φαντασιώσεις της ηρωίνης και του «κρακ».
Υπάρχουν όμως και οι φιλότιμοι καθηγητές για τους πιο φιλότιμους και υποτακτικούς μαθητές, τους αποκαλούμενους στη μαθητική αργκό «σπασικλάκια». Οι καθηγητές αυτοί στο περιορισμένο διάστημα Δευτέρας – Παρασκευής, για να βγάλουν την ύλη, «βγάζουν το λάδι» των μαθητών τους. «Δώστου» έξι μαθήματα την ημέρα, «δώστου» φροντιστήρια για το σχολείο και «δώστου» άλλα φροντιστήρια για ξένες γλώσσες και για τις «Γενικές». Οι μαθητές φορτίζονται υπερβολικά. Κι έρχεται το Σαββατοκύριακο, που υποτίθεται ότι είναι ελεύθερος χρόνος. Είναι μόνο κατ’ όνομα. Στην πραγματικότητα είναι πνευματικός Γολγοθάς. Οι καθηγητές βάζουν τόση ύλη για διάβασμα όση δε βάζουν σχεδόν την υπόλοιπη εβδομάδα. Και τι πετυχαίνουμε μ’ αυτό; Όταν κάποιος μαθητής φθάσει στο σημείο να θεωρείται «μυαλό», δε σημαίνει πως έχει μυαλό. Οι πολλές γνώσεις δε συναπάγονται γνώση. Οι μνήμονες δεν είναι και νοήμονες. Το σημερινό ελληνικό σχολείο δεν προσφέρει γνώση· προσφέρει απόγνωση.
Έχει ευθύνη ο σημερινός εκπαιδευτικός για την εξάρθρωση ή την άμβλωση του νεανικού μυαλού; Ασφαλώς. Δεν είναι ένας απλός μεταδότης ή ελεγκτής γνώσεων, είναι λειτουργός. Κατά ένα μεγάλο ποσοστό είναι δική του η ευθύνη για τη δικτατορία του ενός και μοναδικού σχολικού εγχειριδίου, είναι δική του η ευθύνη για την απόρριψη της ελεύθερης μελέτης, είναι δική του η ευθύνη για την τιμωρία της άλλης, της «μη εγκεκριμένης» γνώσης, είναι δική του η ευθύνη όταν «από καθέδρας» επιβάλλει το φασιστικό δόγμα: «Σωστό είναι ό,τι λέει το σχολικό». Ασχέτως αν το σχολικό λέει ανησίες. Είναι δική του η ευθύνη που δε μπόρεσε – μάλλον δε θέλησε – ν’ αντιδράσει στο διδακτικό αυταρχισμό του κράτους, που επέτρεψε τη θέση της ελευθερίας μέσα στους χώρους διδασκαλίας να πάρει η ασυδοσία. Μια ασυδοσία που παίρνει πολλές όψεις: όποιος μαθητής ή καθηγητής θέλει δουλεύει. Όποιος δουλεύει (μαθητής ή καθηγητής) πρέπει να περιορίζεται στα στεγανά (και στεγνά) προγράμματα που καταρτίζει το υπουργείο εθνικής υπνο-παιδείας και παρα-θρησκευμάτων.
Μήπως λοιπόν θα έπρεπε, ως επικίνδυνα, να καταργηθούν τα σχολεία; Αυτό ως ένα βαθμό έχει γίνει. Σήμερα η ουσιαστική παιδεία παρέχεται στο σπίτι, έναντι μεγάλων οικονομικών θυσιών. Όμως με το να καταφύγουμε στη λύση του Κρόμβελ και να κλείσουμε το σχολείο δε λύνουμε το πρόβλημα. Απλώς το αποφεύγουμε. Αυτό που χρειάζεται είναι περισσότερη ελευθερία (και ελευθερία σημαίνει ευθύνη). Σήμερα όλοι μιλούν για ελευθερία. Ελευθερία στην αγορά, ελευθερία στη ραδιοφωνία, ελευθερία στους μαύρους, ελευθερία στη γυναίκα. Γιατί όχι κι ελευθερία στην παιδεία; Έλεγε κάποτε η Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Η εκπαίδευση στην ελευθερία συντελείται δια της ελευθερίας». Αλλ’ αυτό σημαίνει ελευθερία στην παιδεία. Κι αν κάποτε αυτό γίνει ένσαρκο όραμα, τότε η Μαύρη Δευτέρα θα γίνει η Μεγάλη Δευτέρα των μαθητών μας. Χρειάζεται βέβαια ένας Μυστικός Δείπνος και μια Ανάσταση. Η Σταύρωση ήδη έχει συντελεστεί.
Σαράντος Ι. Καργάκος
(Περιοδικό «Ευθύνη», τεύχος 227, Νοέμβριος 1990, σσ. 510 – 513)